- παρεκρίπτω
- παρεκ-ρίπτω,A throw up, εἰς τοὺς αἰγιαλούς, of the sea, prob. in Cyran.33.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεκρίπτω — Α (για τη θάλασσα) ρίχνω έξω, εκβράζω, ξεβράζω, ξερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκρίπτω «ρίχνω έξω, ξεβράζω»] … Dictionary of Greek